πλευρίτωμα

πλευρίτωμα
το, Ν [πλευριτώνω]
1. η πλευρίτιδα
2. κρυολόγημα, πούντιασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πούντα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Πάρου, του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου. * * * και πόντα και μπούντα, η, Ν 1. βαρύ πνευμονικό κρυολόγημα 2. άκρο ακρωτηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. punta «άκρη, κρυολόγημα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”